- βότσαλο
- το галька
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βότσαλο — το μικρό αποστρογγυλωμένο λιθαράκι στις παραλίες και τις όχθες ποταμών, χαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. βήσαλον* ή κατ άλλους < ιταλ. bozzolo «κουκούλι, σβώλος»] … Dictionary of Greek
βότσαλο — το μικρή στρογγυλεμένη από το νερό πέτρα, που βρίσκουμε σε παραλίες ή στις όχθες των ποταμών, χαλίκι, κοχλίδι: Η παραλία αυτή είναι γεμάτη πανέμορφα βότσαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek
Mary Lalopoulou — Μαίρη Λαλοπούλου Born 1926 Greece Died 14 May 1989 Greece Occupation Actress Maria (Mary) Lalopoulou (Greek: Μαίρη Λαλοπούλου; 1926–1989) was a Greek actress. She took part in … Wikipedia
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
Логофетидис, Василис — Василис Логофетидис греч. Βασίλης Λογοθετίδης Род деятельности: актёр Дата рождения … Википедия
κάχληκας — ὁ (ΑΜ κάχληξ, Α και κόχλαξ) στρογγυλό λιθάρι τών παραλίων και τών ποταμών, κροκάλα, χαλίκι, βότσαλο, κοχλάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. ανάγεται σε ονοματοποιία και συνδέεται με το καχλάζω «βουίζω, κοχλάζω». Η λ. εμφανίζει την κατάλ. ηξ … Dictionary of Greek
κοχλάδι — και κοχλίδι και χοχλάδι και χοχλίδι, το (Α κοχλάδιον και κοχλίδιον) μικρός κοχλίας ή μικρός κόχλος νεοελλ. βότσαλο, κροκάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + υποκορ. κατάλ. άδι(ον), πρβλ. γλυκ άδι, κροκ άδι] … Dictionary of Greek
κροκάλη — η (Α κροκάλη) βότσαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κρόκη (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
κρόκκαι — κρόκκαι, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κόχλακες, χαλίκια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κρόκη (II) «βότσαλο», εμφανίζει δε εκφραστικό διπλασιασμό τού κ ] … Dictionary of Greek
κότσαλο — το 1. μέρος τού σταχιού που δεν θρυμματίστηκε στο αλώνισμα 2. στέλεχος τού καρπού τού καλαμποκιού μετά την εκκόκκισή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός) και το ν > λ πιθ. αναλογικά προς τα βότσαλο,… … Dictionary of Greek